αραβίδα

αραβίδα
[-ίς (-ίδος)] η карабин

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αραβίδα" в других словарях:

  • αραβίδα — (arabis). Γένος μονοετών, διετών ή πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των σταυρανθών, ιθαγενών των αρκτικών και εύκρατων περιοχών κυρίως του βορείου ημισφαιρίου. Πρόκειται για χνουδωτά φυτά με φύλλα ακέραια και άνθη λευκά, ροζ, μοβ ή γαλάζια.… …   Dictionary of Greek

  • αραβίδα — η βραχύκαννο πολεμικό όπλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἀραβίδα — Ἀραβίς Arabia fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραβίδα — ἀραβίς Arabia fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καραμπίνα — (carabina). Κοντό και ελαφρύ φορητό όπλο, που εφευρέθηκε περίπου στα τέλη του 15ου αι. Ο σωλήνας της μπορεί να φέρει εσωτερικές ραβδώσεις, οπότε εκσφενδονίζει μόνο ένα βλήμα, ή να είναι λείος (κυνηγετική κ.), οπότε εκτοξεύει μικρές σφαίρες. Τον… …   Dictionary of Greek

  • Σταυρανθή — (Cruciferae). Οικογένεια ποωδών φυτών της τάξης των ροιαδωδών (δικοτυλήδονα). Χαρακτηρίζονται από τα άνθη τους, που έχουν τέσσερα ελεύθερα πέταλα, όμοια ή ελαφρά ανόμοια μεταξύ τους σε σταυροειδή διάταξη. Έχουν επίσης τέσσερα σέπαλα, έξι στήμονες …   Dictionary of Greek

  • καραμπίνα — η (λ. ιταλ.) 1. τουφέκι, αραβίδα: Πολεμούσαμε μεκαραμπίνες. 2. φρ., «παλιά καραμπίνα», σημαίνει τον άνθρωπο που έχει δει πολλά στη ζωή του, τον πολύπειρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»